-
1 гарантия
η εγγύησ/ηнарушение - и αθέτηση/παραβίαση της - ηςс - ей на.. месяцев με - για. μήνεςдолгосрочная - μακράς διαρκείας, μακροπρόθεσμη -краткосрочная - μικρής διαρκείας, βραχυπρόθεσμη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантия
-
2 доказательство
1. (довод) η απόδειξη, το τεκμήριο 2. мат. ηαπόδειξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доказательство
-
3 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
4 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
5 сертификат
το πιστοποιητικόвыдавать - εκδίδω το -, δίνω το -депозитный (банк.) - ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζα- о мореходности мор. - αξιοπλοΐαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сертификат
-
6 стандарт
οι προδιαγραφ/ές (πλ.), ο συγκεκριμένος τύπος, το στάνταρ (ξεν.)выпускать согласно - у βγάζω/κατασκευάζω βάση - ώνзолотой - ο χρυσούς κανών, ο κανών χρυσούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стандарт
-
7 степень
1. (в значениях· размах, масштаб, уровень, ступень, категория) о βαθμός- окисления - οξείδωσης, ο αριθμός οξείδωσης2. (произ-ведение нескольких равных сомножителей) η δύναμη 3. (учёное звание) о (επιστημονικός) τίτλος, ο βαθμός 4. грам. о βαθμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > степень
-
8 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
9 quality control
= quality inspection; statistical quality controlFrench\ \ contrôle de qualité; contrôle statistique de qualité; contrôle qualitatifGerman\ \ Qualitätsregelung; Qualitätsprüfung; statistische QualitätsregelungDutch\ \ kwaliteitscontroleItalian\ \ controllo di qualità; controllo statistico di qualitàSpanish\ \ control de la calidadCatalan\ \ control de qualitat; inspecció de qualitat; control estadístic de qualitat;Portuguese\ \ controlo de qualidade; inspecção de qualidade; controlo estatístico de qualidade; controle de qualidade (bra); controle estatístico de qualidade (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ kvalitetskontrolNorwegian\ \ kvalitetskontrollSwedish\ \ kvalitetsstyrning; kvalitetskontrollGreek\ \ έλεγχος ποιότητας; επιθεώρηση ελέγχου; στατιστκός έλεγχος ποιότηταςFinnish\ \ laaduntarkkailuHungarian\ \ minõségellenõrzésTurkish\ \ kalite kontrol; kalite denetimi; istatistiksel kalite kontrolüEstonian\ \ kvaliteedi ohje; kvaliteedi kontrollLithuanian\ \ kokybės kontrolėSlovenian\ \ kontrola kakovostiPolish\ \ kontrola jakościRussian\ \ контроль качества; контроль качества; статистический контроль качестваUkrainian\ \ контроль якостіSerbian\ \ -Icelandic\ \ gæðaeftirlit; gæði skoðun; tölfræðileg gæðaeftirlitEuskara\ \ kalitate-kontrolFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ کنترل کيفيت; کنترل کيفيت آماريArabic\ \ السيطرة النوعية، مراقبة مواصفات الانتاج؛ احصاءات السيطرة النوعيةAfrikaans\ \ kwaliteitskontroleChinese\ \ 质 量 控 制Korean\ \ 품질관리 -
10 свидетельство
1. (подтверждение чего-л. очевидцем или осведомлённым лицом) η απόδειξη, η μαρτυρία 2. (вещь, факт, обстоятельство, удостоверяющие что-л.) το αποδεικτικότο πιστοποιητικό3. (дача свидетельских показаний на суде) η κατάθεση 4.(присутствие при чем-л. для официального удостоверения подлинности чего-л.) η μαρτυρία 5. (освидетельствование) η πιστοποίηση 6. (удостоверение) το πιστοποι-ητικ/ό, η επιβεβαίωση, η απόδειξηвкладное (банк.) - περί ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζαдепозитное см. вкладное -долговое - фин. η ομολογία χρέουςмерительное мор. - της καταμέτρησης- об отсутствии на судне военной контрабанды η βεβαίωση ότι το μεταφερόμενο φορτίο δεν αποτελεί λαθρεμπόριο πολέμου- ζημιών- αβαρίας- о сдаче судна в тайм-чартер и приёмке из тайм-чартера - παράδοσης του πλοίου στη χρονοναύλωση και επανα-παράδοσης του πλοίου από τη χρονοναύλωσηрегистровое мор. - νηολόγησης του πλοίουсохранное - см. вкладное -страховое - см. - о страховании судовое - мор. η βεβαίωση εθνικότητας του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельство
-
11 спецификация
η προδιαγραφ/ή, η περιγραφή, τα χαρακτηριστικά, η ταξινόμηση, ο προσδιορισμός, ο καθορισμόςотгрузочная - η περιγραφή/ο προσδιορισμός των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спецификация
-
12 отличный
отличный άριστος, υπέροχος* εκλεκτός; \отличныйого качества υψηλής ποιότητας* * *άριστος, υπέροχος; εκλεκτόςотли́чного ка́чества — υψηλής ποιότητας
-
13 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
-
14 улучшение
1. (вид термообработки стали) η βελτίωση (θερμική κατεργασία του χάλυβα) 2 (качества, свойств, показателей и т.п.) η βελτίωση. -качества - της ποιότηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > улучшение
-
15 доброкачественный
1. (хорошего качества) καλής ποιότητας 2. мед. καλοήθηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доброкачественный
-
16 критерий
το κριτήριο. - автономности - της αυτονομίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > критерий
-
17 обстукивание
(с целью контроля качества) о έλεγχος της ποιότητας διά του σφυροκοπή ματος/χτυπή ματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обстукивание
-
18 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
19 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
20 сохранность
η ασφάλειαη ακεραιότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сохранность
- 1
- 2